Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έξαρση
- απόδοση: που επαινείται ή εγκωμιάζεται κάτι ώστε να γίνει γνωστό αντιληπτό ή κατανοητό / το σε πολύ μεγάλη ένταση / οι αυξημένες περιπτώσεις καταστάσεως ή φαινομένου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’