Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καθηγεσία
- απόδοση: η ιδιότητα ατόμου που εκτελεί καθήκοντα καθηγητή σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα / το χρονικό διάστημα εκτελέσεως καθηκόντων καθηγητού
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η Σχολή αναδιαρθρώθηκε επί καθηγεσίας Γεωργίου Ασημάκη