Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φουσκωτός
- απόδοση: με μειωτική διάθεση ο διογκωμένος κατά την σωματική διάπλαση παρέχοντας υπηρεσίες ως σωματοφύλακας επ΄ αμοιβή
- συγγενές: μπράβος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’