Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ωρίμανση
- απόδοση: διαδικασία που ωριμάζει κάτι / κατάσταση δημόσιου υπαλλήλου που λόγω μακράς παραμονής στην υπηρεσία έχει εξαντλήσει την προβλεπόμενη βαθμολογική κλίμακα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’