Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παράφορος
- απόδοση: ο χαρακτηριζόμενος από ψυχική καθώς & συναισθηματική ένταση / ο ορμητικός / ο ασυγκράτητος / που εγγίζει την βιαιότητα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’