Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ακροατής
- απόδοση: που παρακολουθεί ακρόαμα όπως διάλεξη ή συναυλία / που παρακολουθεί παράδοση μαθημάτων χωρίς υποχρεώσεις ή δικαιώματα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’