Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ενέργεια
- απόδοση: λειτουργία μεταβάλλουσα κατάσταση / δράση που προκαλεί αποτέλεσμα / πράξη ικανή να φέρει αποτέλεσμα / η ιδιότητα υλικού δημιουργήματος ικανού να παράγει έργο / φαρμακευτική δράση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’