Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δικαιοπραξία
- απόδοση: δήλωση προσώπου που εκφράζει επιθυμία συστάσεως αλλοιώσεως ή καταργήσεως νομικού δικαιώματος αναγνωριζόμενο από το αστικό δίκαιο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’