Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανακούφιση
- απόδοση: απαλλαγή μερική ή συνολική από σωματικό ή ψυχικό πόνο / καταπράυνση / απαλλαγή ευθυνών / απαλλαγή από υλικές ανάγκες / απαλλαγή από σωματικό κόπο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’