Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έμφυτος
- απόδοση: προκειμένου για γνώρισμα ή ιδιότητα που έχει άτομο όχι από εμπειρία ή διδασκόμενος αλλά από τη φύση του
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’