Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προδιάθεση
- απόδοση: ροπή / έμφυτη ή επίκτητη τάση / ευπάθεια οργανισμού σε ασθένειες / ψυχική διάθεση που σχηματίζει άτομο ή σύνολο εκ των προτέρων έναντι προσώπου ή καταστάσεως
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’