Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συμβιβασμός
- απόδοση: εξομάλυνση καταστάσεως με αμοιβαίες υποχωρήσεις μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ατόμων / υποχώρηση επί ηθικών θεμάτων / παραίτηση από διεκδικήσεις
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’