Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συσσώρευση
- απόδοση: η συγκέντρωση πλήθους στοιχείων σε περιορισμένο χώρο ή σε ακατάλληλη θέση / η πέραν του επιτρεπτού ορίου συγκέντρωση ψυχικών καταστάσεων / παράθεση συνώνυμων λέξεων ή εκφράσεων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’