Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ακίνδυνος
- απόδοση: που δεν ενέχει που δεν δύναται να προκαλέσει ή να δημιουργήσει κίνδυνο / ο μη ικανός να προκαλέσει βλάβη ή ζημία / που οι ικανότητες του δεν τον καθιστούν ανταγωνιστικό ή ισχυρό
- αντίθετο: επικίνδυνος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’