Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πρόσφυγας
- απόδοση: ο μετακινούμενος ατομικώς ή ομαδικώς από εξαναγκασμό ή ανάγκη προς τη χώρα της εθνικής του προέλευσης ή σε τρίτη χώρα από αυτή που διαμένει
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’