Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αυτοκυριαρχία
- απόδοση: η εσωτερική δύναμη ατόμου να διατηρεί απόλυτο έλεγχο του εαυτού του μη παρασυρόμενο από πάθη συναισθήματα ή παρορμήσεις
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’