Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαμαρτυρημένος
- απόδοση: που δια του λόγου ή των έργων εκφράζει αποδοκιμασία ή άρνηση για κατάσταση
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’