Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παρεκτροπή
- απόδοση: η ενέργεια του παρεκτρέπομαι ήτοι ενεργώ πέραν των ανεκτών ορίων / απομάκρυνση βλήματος από την κανονική τροχιά
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’