Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φιλακόλουθος
- απόδοση: ο τακτικά εκκλησιαζόμενος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η φύσει φιλακόλουθη Καλλιόπη προτιμά για τον εκκλησιασμό της τον ενοριακό ναό του Αγίου Γεωργίου