Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αφοδευτήριο
- απόδοση: δημόσιοι κυρίως χώροι εξοπλισμένοι για την ικανοποίηση των σωματικών αναγκών των πλησίον διερχομένων
- συγγενές: τουαλέτα / αποχωρητήριο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’