Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σεπτός
- απόδοση: που η ιερότητά του εμπνέει ευλαβικό σεβασμό
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολούθησε περιφορά της σεπτής εικόνας της Παναγίας
εδόθη σε λαϊκό προσκύνημα το σεπτό σκήνωμα του Αγίου
προσκύνησε τα σεπτά λείψανα του Αγίου