Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άναυδος
- απόδοση: άφωνος εξ αιτίας εντόνου συναισθηματικής καταστάσεως / άλαλος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η βιαιότητα της πράξεως τον άφησε άναυδο