Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσηλυτισμός
- απόδοση: η ενέργεια του προσηλυτίζω / το να επιδιώκω να πείσω κάποιον να ακολουθήσει την θρησκεία που πρεσβεύω & κατ’ επέκταση την ιδεολογία ή τις απόψεις που με εκφράζουν
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επιδιώκει τον προσηλυτισμό της κοινής γνώμης στην ιδεολογία του