Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σκάφανδρο
- απόδοση: εξάρτυση των δυτών που τους επιτρέπει να τροφοδοτούνται με οξυγόνο διευκολύνοντας την επί μακρόν παραμονή τους εντός υδάτων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’