Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσήλυτος
- απόδοση: που άλλαξε θρήσκευμα / που προσχώρησε σε άλλο δόγμα ή θρήσκευμα / που διαφοροποιήθηκε κατά το φρόνημα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’