Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κατεργάρης
- απόδοση: που με τεχνάσματα ή με μικροαπάτες επιδιώκει να πετύχει σκοπό / ο πανούργος / με φιλική διάθεση για κάποιον που με αφοπλιστική εξυπνάδα επιτυγχάνει το επιδιωκόμενο
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’