Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναλγητικός
- απόδοση: προκειμένου για ουσία ή ιδιότητα που καταπραΰνει ή παύει το αίσθημα πόνου
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’