Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ποίμνιο
- απόδοση: το κοπάδι ιδίως των προβάτων / πλήθος χριστιανών / το σύνολο των πιστών ενός τόπου
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο ναός ήταν κενός ποιμνίου πλην ελαχίστων θεοσεβούμενων κυριών προχωρημένης ηλικίας