Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πνευματικός - 2
- απόδοση: ο ιερέας που εξομολογεί
- συγγενές: εξομολόγος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επισκέφθηκε τον πνευματικό του & έλαβε συμβουλή επί του θέματος