Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νιρβάνα
- απόδοση: κατάσταση απόλυτης μακαριότητος / πλήρης αδιαφορία για ό,τι συμβαίνει πλησίον μου ενώ βρίσκομαι σε απόλυτη ηρεμία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’