Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κατασκοπεία
- απόδοση: συλλογή στρατιωτικών ή κρατικών μυστικών ξένης χώρας & δη αντίπαλης / κρύφια παρακολούθηση ενεργειών προσώπου ομάδος ή συνόλου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’