Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παράδεισος
- απόδοση: ο κήπος της Εδέμ / εκεί που μεταβαίνουν οι πιστοί μετά θάνατον / εξαιρετικός τόπος διαμονής / ο ιδανικός τόπος για ανάπτυξη ιδιαίτερων δραστηριοτήτων
- αντίθετο: κόλαση
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η Ελβετία είναι ο κατ΄ εξοχήν φορολογικός λ
κατέληξε να καταφεύγει καθημερινά σε τεχνητό παράδεισο
√ απόδοση: ψευδής ευφορία που απολαμβάνουν οι χρήστες ναρκωτικών ουσιών
την απασχολεί η επιστροφή εις τον απολεσθέντα παράδεισο
√ απόδοση: ζει υποδειγματικώς
το εν λόγω νησί αποτελεί επίγειο παράδεισο
√ απόδοση: ο εξαιρετικός τόπος που απολαμβάνεις ευχάριστη διαμονή
το στέκι αυτό είναι ο λ των περιθωριακών