Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σχόλιο
- απόδοση: κριτική σημείωση σε γραπτό ή προφορικό λόγο / άποψη διατυπωμένη γραπτώς ή προφορικώς αναφερόμενη σε ενέργεια ή κατάσταση / δυσμενής κριτική εις βάρος ατόμου ή συνόλου
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
προέκυψε έντονα αυστηρό λ εκ μέρους του για συνάδελφο & δη ενώπιων πολλών