Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άπληστος
- απόδοση: ο πλεονέκτης που ζητάει διαρκώς & περισσότερα / που εκφράζει ακόρεστη επιθυμία για κάτι
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’