Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μαριονέττα
- απόδοση: κούκλα με αρθρωτά μέλη κινούμενη με νήματα / το ανδρείκελο / άτομο που ενεργεί υποκινούμενο από άλλους
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’