Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πυρπολικό
- απόδοση: το εφοδιασμένο με εύφλεκτες ύλες σκάφος το προοριζόμενο για πυρπόληση εχθρικών πλοίων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’