Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πυρπολητής
- απόδοση: ο κυβερνήτης ή το μέλος πληρώματος ενός πυρπολικού
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
οι πάντες θαυμάζουμε για την δράση του τον πυρπολητή Κανάρη