Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανήμπορος
- απόδοση: που δεν διαθέτει σωματική δύναμη / ο αδύναμος σωματικά / ο ασθενικός / που δεν δύναται να αντιδράσει σε κάτι / ο πτωχός
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’