Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνοδοιπόρος
- απόδοση: που ταξιδεύει με άλλον / που ακολουθεί τις αρχές ή την ιδεολογία άλλου / ο ακολουθών την καθοδήγηση του κομμουνιστικού κόμματος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’