Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κοινόβιο
- απόδοση: κοινή συμβίωση χωρίς συγγενικούς δεσμούς / μορφή μοναστικής ζωής
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολούθησε από ετών ασκητικό βίο ζων σε λ του Αγίου Όρους