Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επισκέψιμος
- απόδοση: που οι συνθήκες ή η θέση επιτρέπουν την επίσκεψη πράγματος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το εν λόγω εξάρτημα του αυτοκινήτου είναι ευκόλως επισκέψιμο