Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επίσκεψη
- απόδοση: η δι ολίγον χρόνο μετάβαση σε άλλο τόπο / συνάντηση με πρόσωπο στον χώρο που διαμένει / μετάβαση σε εργασιακό χώρο / μετάβαση σε συγκεκριμένο τόπο ιεραρχικά ανώτερου ατόμου στα πλαίσια διοικητικών υποχρεώσεων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’