Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναβλητικός
- απόδοση: που αναβάλλει / που μεταθέτει στο μέλλον ενέργεια η οποία πρέπει να εξελιχθεί άμεσα / που δύναται να προκαλέσει αναβολή ή μετάθεση ενέργειας
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’