Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μίασμα
- απόδοση: που προκαλεί μίανση που μολύνει από θρησκευτική ή ηθική άποψη / που μολύνει προκαλώντας υλική φθορά
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’