Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξωτερίκευση
- απόδοση: η ενέργεια του να εκδηλώνω ό,τι σκέπτομαι ή αισθάνομαι προκειμένου να γίνει αντιληπτό από τους άλλους
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’