Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
- απόδοση: που είναι αφιερωμένος στο Θείο / που αναφέρεται στο Θείο / που γίνεται υπέρ του Θεού / κάτι στο οποίο επιβάλλεται να δείχνουμε σεβασμό & αφοσίωση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί δικαιωματικά μέλος της Ιεράς Συνόδου
βρέθηκε προ μηνός στον ιερό χώρο της Επιδαύρου
δείξε σεβασμό πρόκειται για ιερό χώρο
έδωσε ιερό όρκο να υπηρετεί την πατρίδα
ευθύνεται κατά πολύ για την Ιερά Εξέταση
√ απόδοση: δικαστήριο της Δυτικής Εκκλησίας για την τιμωρία των αιρετικών
η επιχείρησή εδρεύει επί της Ιεράς Οδού
λειτουργεί στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου
μελετά επισταμένως τα ιερά βιβλία του χριστιανισμού
√ απόδοση: η Αγία Γραφή
μονάζει στην ιερά μονή Παντοκράτορος
οι ακραίοι ισλαμιστές απειλούν με ιερό πόλεμο
τα χρήματα αυτά προορίζονται για ιερό σκοπό
το ιερό των ναών είναι άβατο για τις γυναίκες
υπηρέτησε στον Ιερό Λόχο