Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διπλοσάγονο
- απόδοση: σχηματισμός μυώδης ή λιπώδης κάτω από το σαγόνι που δίνει την αίσθηση ότι είναι διπλό
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’