Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευφορία - 2
- απόδοση: έντονο συναίσθημα ψυχικής ευεξίας / υπερβάλλον συναίσθημα ψυχικής & σωματικής ευεξίας προκαλούμενο από ψυχική ασθένεια ή χρήση ναρκωτικών ουσιών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’