Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ομόλογος
- απόδοση: που έχει κοινά στοιχεία με κάτι ή κάποιον άλλο / πρόσωπο με το αυτό αξίωμα σε άλλο κράτος / που έχει την ανάλογη δομή ή λειτουργία
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’