Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θρησκεία
- απόδοση: σύνολο ιδεών & αντιλήψεων συνοδευόμενο από τελετουργικές πράξεις με σκοπό τη μεταφυσική επικοινωνία με την ανωτέρα δύναμη / η εκφρασμένη πίστη σε θεότητα / η υπέρμετρη αφοσίωση σε κάτι εν είδει θρησκείας
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η ορθόδοξη χριστιανική πίστη είναι η επίσημη λ του ελληνικού κράτους
ο χριστιανισμός αποτελεί λ εξ αποκαλύψεως
το χρήμα γι΄ αυτόν αποτελεί λ